restricted randomization - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

restricted randomization - translation to ρωσικά


restricted randomization         

общая лексика

неполная рандомизация

split-plot design         

математика

план с расщепленными делянками

split plot         

общая лексика

расщеплённая делянка

дробная делянка

Ορισμός

restricted
1.
Something that is restricted is quite small or limited.
...the monotony of a heavily restricted diet...
ADJ
2.
If something is restricted to a particular group, only members of that group have it. If it is restricted to a particular place, it exists only in that place.
Discipline problems are by no means restricted to children in families dependent on benefits...
ADJ: v-link ADJ to n
3.
A restricted area is one that only people with special permission can enter.
...a highly restricted area close to the old Khodinka airfield.
ADJ

Βικιπαίδεια

Restricted randomization
In statistics, restricted randomization occurs in the design of experiments and in particular in the context of randomized experiments and randomized controlled trials. Restricted randomization allows intuitively poor allocations of treatments to experimental units to be avoided, while retaining the theoretical benefits of randomization.
Μετάφραση του &#39restricted randomization&#39 σε Ρωσικά